κόττος

κόττος
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Eκατόγχειρες (βλ. λ.).
* * *
ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῑς πέτραις, ἃ καλοῡσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος τής ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κόττος — horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττος — horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОТТ —    • Κόττος,          см. Έκατόγχειρες, Гекатонхейры …   Реальный словарь классических древностей

  • Κόττον — Κόττος horse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττον — κόττος horse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόττου — Κόττος horse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττου — κόττος horse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόττους — Κόττος horse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττους — κόττος horse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόττῳ — Κόττος horse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”